θεοδέγμων

θεοδέγμων
θεο-δέγμων, ον, gen. ονος,
A = θεηδόχος, θῶκος AP7.363; divine,

πηγή Archestr.Fr.13.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεοδέγμων — ον (AM θεοδέγμων, ον) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε θεό (α. «θεοδέγμων θώκος» θρόνος στον οποίο κάθησε ο θεός β. «θεοδέγμων λαός» ο λαός που δέχθηκε τον θεό, που πίστεψε σ αυτόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο δέγμων, οικο …   Dictionary of Greek

  • θεοδέγμονα — θεοδέγμων divine neut nom/voc/acc pl θεοδέγμων divine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδέγμονι — θεοδέγμων divine dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδέγμονος — θεοδέγμων divine gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”